κυάνοθριξ

κυάνοθριξ
κῠᾰνο-θριξ, , , gen. τριχος,
A dark-haired, Orph.A.1194;

χαίτη AP6.250

(Antiphil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυανόθριξ — κυανόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει σκούρα μαλλιά, μελανόχρωμο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + θρίξ «τρίχα» (πρβλ. μελανό θριξ, πυρινό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • κυανότριχα — κυάνοθριξ dark haired masc acc sg κυανόθριξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανότριχας — κυάνοθριξ dark haired masc acc pl κυανόθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανότριχος — κυάνοθριξ dark haired masc gen sg κυανόθριξ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”